σιδεροστιά

σιδεροστιά
η таган, треножник

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "σιδεροστιά" в других словарях:

  • σιδεροστιά — η πυροστιά: Έβαλε το τσουκάλι στη σιδεροστιά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σιδεροστιά — η, Ν η πυροστιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιδερο (βλ. σιδηρο ) + στια (< εστία), πρβλ. πυρο στιά] …   Dictionary of Greek

  • εμπυριβήτης — ἐμπυριβήτης, ο (Α) [εν, πυρ, βαίνω] τρίποδας που τοποθετείται πάνω στη φωτιά, κν. σιδεροστιά, πυροστιά («τῷ μὲν νικήσαντι μέγαν τρίποδ ἐμπυριβήτην», Ομ. Ιλ.) …   Dictionary of Greek

  • σιδηρο- — ΝΑ, και σιδερο Ν Ι. α συνθετικό πολλών λέξεων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην λ. σίδηρος* / σίδερο. Οι λέξεις αυτές δηλώνουν ονόματα, ενέργειες ή καταστάσεις που σχετίζονται με τον σίδηρο (πρβλ. σιδηρo βόρος,… …   Dictionary of Greek

  • πυροστιά — η 1. πυροστάτης, αλλ. σιδεροστιά. 2. ως κύρ. όν., Πυροστιά ο αστερισμός του Ηνίοχου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»